- ανάδρομα
- επίρρ. назад, в обратном направлении
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάδρομα ή αναδρομικά ψάρια — Τα ψάρια που μεταναστεύουν από τη θάλασσα στα ποτάμια για να γεννήσουν τα αβγά τους (π.χ. σολομός, οξύρρυγχος κ.ά.) … Dictionary of Greek
ἀναδρομάς — ἀναδρομά̱ς , ἀναδρομή running up fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολομονόμορφοι — και σολομόρφοι, οι, Ν ζωολ. τάξη πρωτόγονων τελεόστεων ιχθύων με 7 υποτάξεις και 1.000 περίπου αρτίγονα είδη τών γλυκών νερών, τής θάλασσας ή ανάδρομα, μεταξύ τών οποίων είναι τα γνωστά για τη μεγάλη εμπορική αξία τους πέστροφα και σολομός.… … Dictionary of Greek
ανάδρομος — η, ο 1. αυτός που κινείται προς τα πάνω ή προς τα πίσω: Οι πέστροφες είναι ανάδρομα ψάρια. 2. η κίνηση από την ανατολή προς τη δύση διά του νότου: Ανάδρομη φορά ή κίνηση του αστέρα Α … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)